- νομισματοειδής
- -ές1. αυτός που μοιάζει με νόμισμα2. φρ. «νομισματοειδή πτύελα»ιατρ. δισκοειδή συμπαγή πτύελα που παρατηρούνται σε σπηλαιώδεις πνευμονικές φυματιώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.